- ἄτροπος
- ἄτροπος1 intractable τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσεικέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι ( improper Farnell, edd. vulg., but v. Tugendhat, Hermes, 1960, 404: “starrsinnig, unkonziliant”) N. 7.103
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Ἄτροπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτροπος — not to be turned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
ἀτρόπως — ἄτροπος not to be turned adverbial ἄτροπος not to be turned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτροπον — ἄτροπος not to be turned masc/fem acc sg ἄτροπος not to be turned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόποις — Ἄτροπος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόποις — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόποισι — Ἄτροπος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόποισι — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀτρόπου — Ἄτροπος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτρόπου — ἄτροπος not to be turned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)